- χορηγητής
- οθηλ. χορηγήτρια1. αυτός που χορηγεί, αυτός που παρέχει κάτι σε κάποιον.2. εφοδιαστής, προμηθευτής: Είναι χορηγητής του ελληνικού στρατού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.