χορηγητής

χορηγητής
ο
θηλ. χορηγήτρια
1. αυτός που χορηγεί, αυτός που παρέχει κάτι σε κάποιον.
2. εφοδιαστής, προμηθευτής: Είναι χορηγητής του ελληνικού στρατού.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χορηγητής — ο, θηλ. χορηγήτρια, Ν 1. αυτός που χορηγεί, χορηγός 2. προμηθευτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < χορηγώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • δότης — Αυτός που δίνει κάτι, ο ευεργέτης, ο χορηγητής. (Βιολ.) Ζώο ή φυτό που δίνει το μόσχευμα σε περίπτωση μεταμόσχευσης ή το εμβόλιο σε περίπτωση εμβολιασμού. (Ιατρ.) To άτομο που δίνει ένα όργανο του σώματός του για μεταμόσχευση ή το αίμα του για… …   Dictionary of Greek

  • τροφοδότης — ο 1. αυτός που κάνει την τροφοδοσία, ο επαγγελματίας χορηγητής τροφίμων: Ο τροφοδότης του συντάγματος. 2. όργανο με το οποίο δίνουν τροφή στα μελίσσια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”